- κόχλασμα
- το (Α κόχλασμα) [κοχλάζω]κοχλασμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοχλάσματα — κόχλασμα plashing of water neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάζεσις — ἀνάζεσις ( εως), η (Α) [αναζέω] ο βρασμός, κόχλασμα … Dictionary of Greek
αναβρασμός — Ταχεία έκλυση αερίου από ένα υγρό, που εκδηλώνεται με έντονη ανάπτυξη φυσαλίδων. Η ανάπτυξη αερίου μπορεί να οφείλεται σε χημική αντίδραση (π.χ. μεταξύ ενός οξέος και ενός δισανθρακικού άλατος) ή σε ελάττωση της διαλυτότητας του αερίου στο υγρό,… … Dictionary of Greek
βράση — η (AM βράσις) [βράσσω] βρασμός, κόχλασμα μσν. νεοελλ. 1. πυρετός 2. η ακμή, το αποκορύφωμα μιας κατάστασης («στη βράση του πολέμου») νεοελλ. 1. πολύ ζεστός καιρός 2. πυράκτωση μετάλλου μέχρι βαθμού από όπου αρχίζει η τήξη 3. φρ. α) «είναι στη… … Dictionary of Greek
ζέση — η (AM ζέσις) [ζέω] 1. βράσιμο, βρασμός, κόχλασμα («ὅταν ἑψηθῇ μέχρι ζέσεως», Πλούτ.) 2. θέρμη, ζήλος, ορμή, έντονη έφεση για κάτι, ζωηρή προθυμία (α. «εργάζεται με ζέση» β. «[οργή] ζέσις τοῡ περὶ καρδίαν αἵματος, Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. «βαθμός… … Dictionary of Greek
κάχλασμα — κάχλασμα, τὸ (Α) βλ. κόχλασμα … Dictionary of Greek
καχλασμός — καχλασμός, ὁ (ΑΜ) [κοχλάζω] το κόχλασμα* … Dictionary of Greek
μπούρμπουλας — Οικισμός (26 κάτ.) του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζαχάρως. * * * ο 1. είδος σκαθαριού 2. κόχλασμα, βρασμός, βράσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. που ανάγεται πιθ. σε ονοματοποιία] … Dictionary of Greek
βράση — η 1. ο βρασμός, το βράσιμο, το κόχλασμα: Κατέβασε το φαγητό από τη φωτιά μόλις πάρει δύο βράσεις. 2. η ζύμωση: Ο μούστος είναι πάνω στη βράση του. 3. το σφρίγος, ο οργασμός: Βρίσκεται πάνω στη βράση της νιότης του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)